- συνωμόσιον
- τὸ, Α [συνωμότης]1. αμοιβαίος όρκος εταίρων συλλόγου ή συνωμοτών2. (απλώς) όρκος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνωμόσιον — joint oath neut nom/voc/acc sg συνωμόσιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωμοσίῳ — συνωμόσιον joint oath neut dat sg συνωμόσιος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)